μανουσάκι

μανουσάκι
μανοόσι τό бот. нарцисс

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μανουσάκι" в других словарях:

  • μανουσάκι — το 1. κοινή ονομασία τού φυτού Viola odorata 2. κοινή ονομασία τού ποώδους διακοσμητικού φυτού Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μσν. μαμουσάγκιον, παρεφθαρμένη αραβ. λ. (πρβλ. τουρκ. me nekše «μενεξές»)] …   Dictionary of Greek

  • νάρκισσος — Γένος φυτών, που περιλαμβάνει πολυετείς βολβόριζες πόες και υπάγεται στην οικογένεια των Αμαρυλλιδών (μονοκοτυλήδονα). Από τα επτά είδη της ελληνικής χλωρίδας, τα πιο αξιόλογα είναι: ο ν. των ποιητών έχει επιμήκη, γραμμοειδή φύλλα, ανάμεσα στα… …   Dictionary of Greek

  • βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… …   Dictionary of Greek

  • γιούλι — το ονομασία διαφόρων αρωματικών φυτών (βιολέτα, μενεξές, μανουσάκι, ζουμπούλι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιούλι, υποκοριστικό τού αρχ. ίον] …   Dictionary of Greek

  • ζερνεκαδές — ο το άνθος και το φυτό νάρκισσος, μανουσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zerin kadeh] …   Dictionary of Greek

  • αμαρυλλίδες — Οικογένεια μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει 70 γένη και περίπου 1.000 είδη, κατά κανόνα ποώδη και βολβώδη, όμοια σε πολλά με τα φυτά της οικογένειας των λειριιδών. Στις α. ανήκουν ο νάρκισσος, του οποίου απαντώνται στην Ελλάδα –αυτοφυή κυρίως–… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»